- οροσυγκόλληση
- η(μικρβλ.) η συγκόλληση μικροβίων και κυττάρων από τις συγκολλητίνες που περιέχει ο ορός τού αίματος, αντίδραση η οποία χρησιμοποιείται στη διάγνωστη πολλών νόσων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek